περίπολος

περίπολος
-η, -ο / περίπολος, -ον ΝΑ [περιπέλομαιΑ. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο
2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος
φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η περίπολος
πολεμικό πλοίο το οποίο περιπολεί σε ορισμένη θαλάσσια περιοχή
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίπολοι
(στην αρχαιότητα) μικρά στρατιωτικά σώματα στα οποία υπηρετούσαν οι Αθηναίοι έφηβοι κατά τα δύο χρόνια τής λεγόμενης εφηβείας και τα οποία είχαν τον χαρακτήρα τής εθνοφυλακής και ήταν τοποθετημένα κυρίως στα παραμεθόρια φρούρια τής Αττικής, αλλά και στις παραλίες της ή στις έξω από την Αθήνα κοινότητες, με κύριο σκοπό τους τη συνεχή περιφρούρηση τής χώρας και άλλα αμυντικά έργα, προπάντων όμως τη στρατιωτική εκπαίδευση τών νεαρών πολιτών
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η περίπολος και το περίπολο
μικρό στρατιωτικό απόσπασμα το οποίο περιφέρεται με σκοπό την τήρηση τής τάξης ή και την ανίχνευση σε καιρό πολέμου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. θεράπαινα, ακόλουθος («προφάνηθ' ὦ Ναξίαις σαῑς ἅμα περιπόλοις θυίαισιν», Σοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ακούραστος περιηγητής, («περίπολος πάσης τῆς ὑφ' ἥλιον», Ιμέρ. Λογ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕРЕПОЛ —    • Περίπολος,          см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολοι — περίπολος going the rounds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”